- συνέπλευσα
- συμπλέωsail in company withaor ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συμπλέω — συνέπλευσα 1. (για πλοία), πλέω μαζί με άλλο πλοίο προς την ίδια κατεύθυνση. 2. μτφ., συμφωνώ: Στο θέμα αυτό συμπλέουν όλα τα πολιτικά κόμματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συμπλέω — συμπλέω, συνέπλευσα βλ. πίν. 42 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής